Η ΕΥΡΩΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΗ ανέλαβε τον τακτικό καθαρισμό των εγκαταστάσεων της ΑΜΒΥΞ στην Θεσσαλονίκη.
Λίγα λόγια την κορυφαία εταιρία διανομής αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα:
Η ιστορία της ΑΜΒΥΞ Α.Ε. αρχίζει το 1917 όταν ο Αλβέρτος Ρεβάχ, μαζί με δύο άλλους συνεταίρους, ιδρύουν μία μικρή εμπορική / εισαγωγική εταιρεία στη Θεσσαλονίκη, την τότε πρωτεύουσα του εμπορίου της Ελλάδος. Εισάγουν και εμπορεύονται διάφορα προϊόντα διατροφής καθώς και ποτά και κρασιά από όλη την Ευρώπη. Επίσης διανέμουν και γνωστές, την εποχή εκείνη, Ελληνικές μάρκες τροφίμων και ποτών, ως αντιπρόσωποι Βόρειας Ελλάδος.
Η εταιρεία ανοίγει το πρώτο κατάστημα στη Θεσσαλονίκη και αναπτύσσεται γρήγορα. Το 1925, η ακόμη μικρή εταιρεία συμμετέχει για πρώτη φορά στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Η εταιρεία ήδη αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα κάποια πολύ γνωστά προϊόντα, όπως το Campari, την σαμπάνια Moet & Chandon, το Perrier, κ.α.
Καθώς τα χρόνια περνούν, η εταιρεία αντιπροσωπεύει και διανέμει στην Ελλάδα όλο και περισσότερα διεθνώς γνωστά προϊόντα . H εταιρεία μεγαλώνει, όπως και ο χώρος που καταλαμβάνει στην Δ.Ε.Θ.. Οι δύο συνέταιροι ποζάρουν στο περίπτερο τους στην Δ.Ε.Θ του 1935 μαζί με τις προωθήτριες της εποχής! Το 1939, η εταιρεία είναι πλέον μία από τις σημαντικότερες στον χώρο της πανελλαδικά, και έτσι στην 14η Δ.Ε.Θ. καταλαμβάνει πλέον ένα ολόκληρο κτίριο!
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γερμανική Κατοχή φέρνουν το τέλος κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας του Εβραϊκού πληθυσμού στη Θεσσαλονίκη. Ολόκληρη σχεδόν η Εβραϊκή κοινότητα ξεκληρίζεται και η εταιρεία κλείνει. Ο Αλβέρτος Ρεβάχ χάνει όχι μόνο τον συνεταίρο του αλλά και όλη την οικογένεια του στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Είναι μια μαύρη περίοδος για τον Εβραϊκό Ελληνισμό.
Το 1946, μετά το τέλος του πολέμου, που τον βρίσκει στην Αθήνα, ο Αλβέρτος Ρεβάχ ξαναρχίζει την εταιρεία με έδρα την Αθήνα αυτή τη φορά, μόνος του. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί πλέον παρελθόν, προσωπικά και επαγγελματικά, για τον ίδιο, καθώς οι μνήμες της οικογένειάς του που χάθηκε είναι πολύ έντονες. Έρχεται σε επαφή με τους Οίκους που αντιπροσώπευε πριν τον πόλεμο και σταδιακά αποκαθιστά πολλές από τις παλαιές συνεργασίες.
Η στεναχώρια του όμως για την μεγάλη του απώλεια του προκαλεί σάκχαρο, ασθένεια σοβαρή την εποχή εκείνη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, και για τα επόμενα χρόνια της ζωής του, η υγεία του δεν του επιτρέπει να επικεντρωθεί στην δουλειά του. Μάλιστα, και καθώς η επιχείρησή του ήταν 100% προσωπική, πολύ συνεργάτες του από το εξωτερικό τον εγκαταλείπουν για άλλες συνεργασίες, και έτσι η επιχείρηση μικραίνει.
Το 1967, και μετά από μια μακρόχρονη μάχη με την ασθένειά του, ο Αλβέρτος Ρεβάχ πεθαίνει. Με τον θάνατο του, η εταιρεία κληρονομείται από τον μοναχογιό του, Ισίδωρο Ρεβάχ, 21 ετών τότε. Ο Ισίδωρος, αναγνωρίζοντας ότι το νεαρό της ηλικίας του δεν θα του επιτρέψει να επιτύχει τις συνεργασίες που θα ήθελε, προτείνει και συνεργάζεται με τον ξάδελφο του Μωυσή Ναχμία, 50 ετών τότε, οποίος ήταν ήδη πετυχημένος έμπορος σε άλλο κλάδο. Μαζί αποφασίζουν πως η εταιρεία τους θα εστιαστεί αποκλειστικά στην αγορά των Οίνων & Ποτών, και εγκαταλείπουν τα τρόφιμα.
Το νέο ξεκίνημα είναι δύσκολο, καθώς «κληρονομούν» μόνο 2 συνεργασίες: αυτή με το Campari και αυτή με την Moet & Chandon. Και οι δύο μάρκες είναι πολύ μικρές στην Ελληνική αγορά. Την εποχή αυτή η εταιρεία αποτελείται από 3 μόνο άτομα: Τον Ισίδωρο, που κάνει τις επαφές με το εξωτερικό, αλλά και την πώληση και την διανομή των προϊόντων, τον Μωυσή, που ασχολείται με τα οικονομικά της εταιρείας, και έναν βοηθό.
Τα χρόνια περνούν, και σιγά – σιγά η μικρή επιχείρηση αρχίζει να εισάγει ολοένα και περισσότερα brands στην Ελληνική αγορά. Έτσι, το 1976, η εταιρεία μπαίνει σε μία νέα φάση της ζωής της καθώς μετονομάζεται σε «AΜΒΥΞ» και παίρνει την νομική μορφή της Ανωνύμου Εταιρείας. Το όνομα της εταιρείας προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό «Άμβυκας», το οποίο σημαίνει «αποστακτήρας». Αυτό άλλωστε είναι και το έμβλημα της εταιρείας.
Την εποχή αυτή η εταιρεία γνωρίζει μεγάλη αύξηση τζίρου, καθώς σε συνεργασία με ξένους οίκους, ξεκινάει να παράγει και να εμφιαλώνει στην Ελλάδα διάφορες γνωστές μάρκες, υπό την επίβλεψη των ξένων οίκων. Με τον τρόπο αυτό η εταιρεία καταφέρνει να μπορεί να διαθέτει διεθνείς μάρκες σε πιο προσιτές τιμές, καθώς την εποχή εκείνη οι εισαγωγές επιβαρύνονταν με υψηλότατους δασμούς και φόρους. Όταν η Ελλάδα εισήλθε στην Ε.Ε., και οι ειδικοί δασμοί και φόροι καταργήθηκαν, η εταιρεία σταδιακά σταμάτησε την παραγωγική της διαδικασία.